- ελαχύς
- ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α)1. λίγος2. μικρός3. βραχύς.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE *lnghw-u-, συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lengwh- «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός», αβεστ. ragu- «γρήγορος», λατ. levis. Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το επίθετο ελαφρός, πράγμα που δημιούργησε σύγχυση ανάμεσα στη λεξιλογική ομάδα τού ελαχύς και σ' εκείνη τού ελαφρός*. Το επίθετο ελαχύς σχηματίζει συγκριτικό βαθμό ελάσσων* (< *ελαχ-yων) και υπερθετικό βαθμό ελάχιστος (< *ελαχ-ιστος) που χρησιμοποιούνται και ως παραθετικά τού επιθέτου μικρός].
Dictionary of Greek. 2013.